- ἤμαιθον
- ἤμαιθον, τό,A half-obol, or two-obol piece at Cyzicus, Herod.3.45, Phoen.2.3, cf. Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ήμαιθον — ἥμαιθον, τὸ (Α) (στην Κύλικο) μισός οβολός. [ΕΤΥΜΟΛ. Εμφανίζει πιθ. το ημι ως α συνθετικό (με συγκοπή τού ι ), ενώ το β συνθετικό είναι άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
ἤμαιθον — half obol neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἤμαιθα — ἤμαιθον half obol neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)